- δημιουργικως
- δημιουργικῶςδημι-ουργικῶςкак (хороший) мастер Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημιουργικώς — επίρρ. βλ. δημιουργικός … Dictionary of Greek
δημιουργικῶς — δημιουργικός of a craftsman adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικός — ή, ό (AM δημιουργικός, ή, όν) [δημιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό νεοελλ. ο ικανός να δημιουργεί («δημιουργική φαντασία», «δημιουργική ικανότητα», «δημιουργικός οίστρος») αρχ. 1. ο ικανός να δημιουργήσει κάτι εκ τού… … Dictionary of Greek